καταφιλώ

καταφιλώ
-έω και -άω (AM καταφιλῶ, -έω)
(επιτ. τ. τού φιλώ)
1. ασπάζομαι κάποιον ζωηρά ή επανειλημμένα, φιλώ κάποιον σε πολλά σημεία τού προσώπου, τόν κατασπάζομαι
2. φιλώ με πάθος
αρχ.
1. αγαπώ κάποιον πολύ
2. σκύβω και φιλώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταφιλώ — και καταφιλάω καταφίλησα, καταφιλήθηκα, καταφιλημένος, φιλώ κάποιον ζωηρά και πολλές φορές: Το καταφίλησε το παιδί της, μόλις επέστρεψε από το μέτωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταφιλῶ — καταφιλέω kiss pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταφιλέω kiss pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταφιλέω kiss pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταφιλέω kiss pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατασπάζομαι — Μ καταφιλώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασπάζομαι «ασπάζομαι, καταφιλώ»] …   Dictionary of Greek

  • κατασπάζομαι — (AM κατασπάζομαι) καταφιλώ, ασπάζομαι κάποιον επανειλημμένως, τόν γεμίζω φιλιά μσν. δέχομαι, αποδέχομαι, συμμερίζομαι αρχ. 1. εκδηλώνω την αγάπη μου, τη συμπάθειά μου 2. (για βασιλιά) εκδηλώνω τον σεβασμό μου …   Dictionary of Greek

  • καταφίλημα — καταφίλημα, το (AM) [καταφιλώ] μσν. 1. ζωηρό, θερμό φίλημα 2. (χωρίς επιτ. σημ.) φίλημα αρχ. ερωτικό, λάγνο φίλημα («οἶς πρόσεστιν ή ἐκ καταφιλήματος, ἀλλ οὐχ ἡ ἐκ γνησίου φιλήματος ἀποδοχή», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • μυριοκαταφιλώ — μυριοκαταφιλῶ, έω (Μ) φιλώ κάποιον πάρα πολλές φορές, φιλώ κάποιον με πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + καταφιλῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”